- αυτοκινητοδρομία
- η [αυτοκινητόδρομος]διαγωνισμός ταχύτητας και αντοχής αυτοκινήτων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κάρτινγκ — (karting). Αυτοκινητιστικό αγώνισμα. Διεξάγεται με ειδικά μονοθέσια οχήματα μικρού κυλινδρισμού (μέχρι 200 κ. εκ.), που ονομάζονται kartsgo karts και δεν διαθέτουν σύστημα αλλαγής ταχυτήτων, σισπανσιόν και αμάξωμα. Ο έλεγχος του οχήματος… … Dictionary of Greek